του
Κασαρτζιάν Χάικ
μέλος της ΝΕ ΣΥΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Να φύγεις αγόρι μου, να σωθείς, είπε ο Μιχάλης στο γιο του
τριτοετή φοιτητή Μηχανολογίας. Μην ακούς τη μάνα σου, η ζωή ανήκει σ’ αυτούς
που τολμούν και την αρπάζουν απ’ το μαλλί, εδώ δε φυτρώνει τίποτα, τουλάχιστον
για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Άνεργος μάγειρας στα βαπόρια ο Μιχάλης, κοντά στα
πενήντα, με τη γυναίκα του άνεργη, υπάλληλο σούπερ μάρκετ που φαλίρισε. Ο
μικρός που είχε μάθει να ψωνίζει πάντα με μετρητά, παιδί μετρημένο που δε ζήλεψε
ποτέ τα in, με μια μεγάλη συλλογή από 33άρια βινυλίου, καθόλου επαναστάτης και
μακριά από οργανώσεις, φασαρίες ψαγμένων συνομήλικων και μοντερνιάς των
συμφοιτητριών, σε κέρδιζε με τον πράο χαρακτήρα του και την αγάπη του στην
ηλεκτρική κιθάρα.
Ο Στέλιος πάλι με δύο δάνεια, επαγγελματικό και στεγαστικό,
απέκτησε πίεση και χοληστερίνη από το πολύ άγχος. Γύρω στα σαρανταπέντε,
αυτοαπασχολούμενος με τρία παιδιά, βρίζει συνέχεια για την ξαφνική αναδουλειά,
τους κυβερνώντες και την περικοπή στο μισό του μισθού της τραπεζικού συζύγου
του. Πτυχιούχοι και οι δύο, παρόντες σε κάθε κάθε διαδήλωση, κατηγορούν για
πράκτορες του συστήματος τους αρνητές της συσπείρωσης της αριστεράς. Ο Στέλιος
μάλιστα, ένας γλυκός αρκούδος στην κοψιά, με κόκκινη επιδερμίδα και γυαλάκια,
είπε προχθές. Όλοι δικαιούμαστε μια πλάκα πεζοδρομίου, την έχουμε πληρώσει
πολλές φορές φίλε μου.
Τώρα τι λέω σε όλους αυτούς; Είμαι και γω ένα κομμάτι τους.
Έχουμε εξαντλήσει κάθε μορφή πολιτικής κουβέντας, μου λέει ο κολλητός μου ο
Σήφης, που έχει πολλά ένσημα στα κόμματα της αριστεράς. Έφαγα άπειρες ώρες σε
ανούσιες και αντιπαραγωγικές συνεδριάσεις, σε μοίρασμα χιλιάδων προκηρύξεων και
κόλλημα αφισσών. Το μόνο που κέρδισα ήταν μια νεύρωση στομάχου και μια απέραντη
μοναξιά τώρα στα πενήντα πέντε μου. Με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου να με
θεώρουν χαζό που δεν έκανα κάτι στη ζωή μου, δεν έκανα λεφτά δηλαδή. Όταν
γυρίζω με τα λιγοστά ψώνια κάθε μεσημέρι, μπαίνω μέσα γρήγορα για να μη
δουν οι γείτονες ότι δεν δουλεύω αλλά κυρίως για να μη με δει ο Ατζίμ, ο
Αλβανός γείτονάς μου ότι έχω ακόμα τη δυνατότητα να ψωνίζω κάτι λίγα. Το χάζεμα
στα μαγαζιά τροφίμων και ο καφές του ενός ευρώ γεμίζουν το πρωινό μου. Μετά
μέσα, διάβασμα λίγων σελίδων απ’τα βιβλία που έχω συσσωρεύσει, ατελείωτη
μοναξιά και κατάθλιψη. Το σεξ και το γέλιο κομμένα, ο γιος μου μάλιστα δε μου
μιλάει καλά καλά. Είμαι στα πρόθυρα διαζυγίου, σχεδόν απόστρατος που κάθεται
στο ημίφως του κρύου σαλονιού του φασκιωμένος με μια περίεργη μεμβράνη
παραίτησης, περιμένοντας κάτι που δεν έρχεται, που ίσως δεν έρθει ποτέ τελικά.
Τι θα πούμε, αν έχουμε να πούμε κάτι χειροπιαστό, σε όλους
αυτούς, σύντροφοι; Πώς θα μαλακώσει αυτός ο τεράστιος πετρωμένος όγκος των
προδομένων ονείρων; Πόσο μεγάλο θα είναι το ατομικό και το συλλογικό τίμημα της
μεταπολιτευτικής φθοράς και ματαίωσης όσων τόλμησαν να οραματισθούν ένα
διαφορετικό μέλλον; Οι αμήχανες και αυτιστικές κραυγές απ’το παλιό οπλοστάσιο
της αριστεράς αρκούν; Μήπως τα λόγια μας ακούγονται σαν το κύριε-ελέησον που
δεν εισχωρεί στην τραγική ουσία των πραγμάτων και δεν είναι τίποτα παραπάνω από
μια τυπολατρία; Ας κοπιάσουμε με φαντασία και γιατί όχι με αναθεώρηση όλων των
πετρωμένων βεβαιοτήτων, ώστε κάθε αδιέξοδο να διαλυθεί. Τα κείμενα και τα
συμπεράσματα των μεγάλων θεωρητικών είναι διαχρονικά, γιατί το επιστημονικό,
συναισθηματικό και εμπειρικό φορτίο που μεταφέρουν, συνθέτουν τα αρχέγονα υλικά
ανασύστασης της ανθρώπινης ελπίδας, αλλά και γιατί αντέχουν σε διαφορετικές
σκηνοθετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες.
Ε λοιπόν, ας τολμήσουμε τη νέα ανάγνωση, ώστε να είμαστε σε
θέση να δώσουμε σύγχρονες απαντήσεις, στον κάθε έναν ξεχωριστά απ’ τους
συμπολίτες μου που μνημόνευσα πιο πάνω. Μχάλης, Στέλιος, Σήφης είναι ο καθένας
μας. Κάνω λάθος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου