Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Πρόταση για τη δημιουργία μιας “προοδευτικής δημοκρατικής συμπαράταξης”,

Πρόταση για τη δημιουργία μιας “προοδευτικής δημοκρατικής συμπαράταξης”, στην οποία περιλαμβάνει τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Δημοκρατική Αριστερά, τους Οικολόγους Πράσινους, καθώς και τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που αποδεσμεύονται από την κυβερνητική πολιτική, καταθέτει μέσω της "Αυγής" της Κυριακής ο ανεξάρτητος βουλευτής Βασίλης Οικονόμου. Εισηγείται, μάλιστα, η προσπάθεια αυτή να μην αρκεστεί στις αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλά να πάρει ευρύτερα χαρακτηριστικά και να κατέβει ως ενιαίο σχήμα στις εθνικές εκλογές. Ο Β. Οικονόμου θεωρεί τις αυτοδιοικητικές εκλογές και ιδιαίτερα τη μάχη για την Περιφέρεια Αττικής μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί αυτή η συμπαράταξη, αποκαλύπτοντας ότι υπάρχουν προχωρημένες συζητήσεις, χωρίς, όμως, να αναφέρεται στο πρόσωπο που θα μπορούσε να εκφράσει όλον αυτό τον χώρο.

Ο διαγραφείς βουλευτής -λόγω μη ψήφισης του Μνημονίου- εξαπολύει σφοδρότατη επίθεση στον Γιώργο Παπανδρέου, λέγοντας ότι “θα μείνει στην ιστορία ως ένας πολιτικός που ταύτισε το όνομά του με την κατάλυση κοινωνικών λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων δεκαετιών”.
H συνέχεια εδώ

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Ευρωαρνητικές εμμονές και διαστρεβλώσεις

Του Γεράσιμου Γεωργάτου



Φωτογραφία του Αλεξάντερ Ροτσένκο 1922


Ο δε αριστερός ευρωπαϊσμός της Δημοκρατικής Αριστεράς ταυτίζεται δυστυχώς από τους αρθογράφους άκριτα, αβασάνιστα και σκόπιμα με το σύνολο των συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εδώ και δύο δεκαετίες εφαρμόζουν με ευρωδογματική προσήλωση τα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανά την Ευρώπη και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας, με ολέθριες συνέπειες για την κοινωνία και τη δημοκρατία.
Δεν πρόλαβε να εμφανιστεί το νέο κόμμα "Δημοκρατική Αριστερά" και ήδη εγκαλείται από άλλες πλευρές του χώρου και από διακεκριμένους αρθρογράφους για στείρο ευρωδογματισμό, για «άνευ όρων δογματική παράδοση στο ευρωσύστημα» και σχετικοποίηση της στάσης του έναντι των όρων του περίφημου Μνημονίου (Κ. Βεργόπουλος, Ελευθεροτυπία, 2/7/2010, Ν. Φίλης, Αυγή, 4.7.2010).
Ως προς το Μνημόνιο, η Δ.Α. έχει τοποθετηθεί και διά στόματος Φώτη Κουβέλη με απόλυτη σαφήνεια απορρίπτοντάς το και επειδή ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη δεν αρέσκεται στις επαναστατικές ασκήσεις επί χάρτου, απαιτεί την αναθεώρηση των μέτρων και τη δικαιότερη κατανομή των βαρών αναγνωρίζοντας το προφανές, ότι δηλαδή το έλλειμμα και το χρέος αποτελούν υπαρκτά μεγέθη και πραγματικά προβλήματα που δεν επιλύονται με περί μη πληρωμής συνθήματα.
Ο δε αριστερός ευρωπαϊσμός της Δημοκρατικής Αριστεράς ταυτίζεται δυστυχώς από τους αρθογράφους άκριτα, αβασάνιστα και σκόπιμα με το σύνολο των συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εδώ και δύο δεκαετίες εφαρμόζουν με ευρωδογματική προσήλωση τα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανά την Ευρώπη και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας, με ολέθριες συνέπειες για την κοινωνία και τη δημοκρατία. Μόνο που αυτό δεν αφορά κατά κανένα τρόπο τη Δημοκρατική Αριστερά στην οποία εύκολα και ανέξοδα αποδίδονται απόψεις που δεν της ανήκουν για να ασκείται κριτική σε ένα κατασκευασμένο είδωλο που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα και την ουσία των θέσεών της.

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Από την "ανανεωτική" στη "δημοκρατική" αριστερά

Πηγή:ΑΥΓΗ
Νίκου Φίλη
Οι σύντροφοι που αποχώρησαν από τον Συνασπισμό έσπευσαν να συγκροτήσουν κόμμα, τη Δημοκρατική Αριστερά. Είναι νωρίς να προδιαγράψει κανείς την πορεία του. Ακόμη και οι ίδιοι συζητούν τα βήματά τους μέσα στο ρευστό πολιτικό τοπίο.
Η Ανανεωτική Πτέρυγα αποχώρησε από τον ΣΥΝ κατηγορώντας τον ότι "εγκαταλείπει την ανανεωτική αριστερά", απέφυγε όμως να συμπεριλάβει στον τίτλο της τον επίζηλο προσδιορισμό "ανανεωτική", επιλέγοντας ευρύτερο προσδιορισμό. Το "ανανεωτική" παραπέμπει στην ιστορία του ανανεωτικού αριστερού ρεύματος στη χώρα μας. Το "δημοκρατική" παραπέμπει στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αν εξαιρέσει κανείς την ιδιότυπη ιστορία της ΕΔΑ, τότε που η ελληνική αριστερά έδινε μάχη υπεράσπισης του δημοκρατικού δικαιώματος να υπάρξει - εξ ου και "δημοκρατική".
Βυζαντινισμοί; Ή μήπως συνειδητοποίηση της πραγματικότητας ότι δεν υπάρχει χώρος για άλλο ένα κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς και ότι η "ανάμνηση" δεν συγκροτεί πρόταση για το μέλλον της αριστεράς και της κοινωνίας; Το κυριότερο, ωριμάζουν και μεταξύ των αποχωρησάντων συντρόφων, αργά - αργά, σκέψεις και εισηγήσεις που τους οδηγούν σε "νέα πεδία". Άλλωστε κάθε διάσπαση, ακόμη κι αν γίνεται με διακύβευμα τη διεκδίκηση μιας ιστορικότητας, οδηγεί σε μεταλλάξεις, συχνά όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Η διεκδίκηση της ιδεολογικής "καθαρότητας" εν ονόματι της "ανανέωσης", όπως και η διεκδίκηση κάθε άλλης "καθαρότητας" σε συνθήκες βαθιάς κοινωνικής κρίσης, απομονώνει το αποσπώμενο εγχείρημα από τις αγωνίες των εργαζομένων και γενικότερα των πολιτών, οι οποίοι αναζητούν μια αριστερά δυνατή, ικανή να οργανώσει δημοκρατικά την οργή και να παρουσιάσει εναλλακτική λύση στην κρίση.

Σκέτος "ευρωπαϊσμός"
Στην ιδρυτική διακήρυξη και τις δηλώσεις των στελεχών του κόμματος "Δημοκρατική Αριστερά" προβάλλεται ως κεντρική πολιτική αρχή ο "αριστερός ευρωπαϊσμός", σε μια συγκυρία που η επέλαση της νεοφιλελεύθερης ευρω-πειθαρχίας προκαλεί σκεπτικισμό σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Υποβαθμίζεται, μάλιστα, η κριτική στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πορεία της Ε.Ε., δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο πρόγραμμα του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, δεν αναζητούνται συμμαχίες στα κινήματα και στη ριζοσπαστική αριστερά. "Αριστερός ευρωπαϊσμός", όπως το έχουμε συνομολογήσει στον ΣΥΝ, σημαίνει απόρριψη του ευρωσυντάγματος, της Συνθήκης της Λισσαβώνας και των άλλων ευρωπαϊκών συμφωνιών. Τα στελέχη που συγκροτούν το νέο κόμμα (με εξαίρεση τον Φ. Κουβέλη) υπερασπίστηκαν τις συμφωνίες ως ταμπού, έφτασαν στο σημείο να τις υπερψηφίσουν στη Βουλή, διαφοροποιούμενα από τη θέση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Η εκδοχή του ευρωπαϊσμού που υποστηρίζει η Δ.Α. παραπέμπει στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Διολίσθηση για το Μνημόνιο;
Η Διακήρυξη αποφεύγει να τοποθετηθεί στο κυβερνητικό πρόβλημα, θέμα στρατηγικής σημασίας για την ιστορική συγκρότηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας. Η ανάλυση, όμως, της κρίσης προδιαθέτει για "ωριμότερες σκέψεις". Η ανάδειξη των πελατειακών σχέσεων και του λαϊκισμού ως δομικών στοιχείων της σημερινής κατάστασης, καθώς και η προβολή του άκριτου ευρωπαϊσμού, επαναφέρουν στο προσκήνιο την ξεχασμένη στρατηγική του "προοδευτικού εκσυγχρονισμού", που αποτέλεσε την προγραμματική συγκολλητική ουσία της κεντροαριστεράς.
Παρ' ότι το νέο κόμμα, έστω στα ψιλά, απορρίπτει το Μνημόνιο, επέλεξε να προτείνει την τακτική της ήπιας αντιπολίτευσης - ζητεί την αναθεώρηση και όχι την κατάργηση του Μνημονίου. Δηλαδή; Να υιοθετήσουμε τα καλά (ποια, άραγε;) και να απορρίψουμε τα κακά; Δεν έχει συνοχή και κατεύθυνση το Μνημόνιο; Δεν συνιστά παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα μέσω του ΔΝΤ στον ευρωπαϊκό χώρο; Πώς το ξεχνούν αυτό οι σύντροφοι τού, κατά τα άλλα, "αριστερού ευρωπαϊσμού"; Πόσο απέχει η τακτική της αναθεώρησης από τη διολίσθηση στην κριτική στήριξη, άποψη που έχουν διατυπώσει στο πρόσφατο παρελθόν στελέχη του νέου κόμματος;

Σενάρια "εθνικής σωτηρίας"
Το Μνημόνιο αποτελεί τη λυδία λίθο για τη συγκρότηση του νέου πολιτικού συστήματος που επιχειρεί το ΔΝΤ. Σε άλλες χώρες, όπως η Τουρκία και η Ουγγαρία, διαλύθηκαν κόμματα ή εξαφανίστηκε το πολιτικό προσωπικό. Στην Ελλάδα φαίνεται να υιοθετούνται σκέψεις για "λεπτή χειρουργική επέμβαση" προκειμένου να ανσυγκροτηθεί το δικομματικό σύστημα με ραχοκοκκαλιά τις δυνάμεις που υποστηρίζουν ή ανέχονται το Μνημόνιο. Άλλωστε από τον Δεκέμβριο ο κ. Μητσοτάκης έχει εγκαίρως υποδείξει την ανάγκη "κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας" με τη συμμετοχή τεχνοκρατών αλλά και πολιτικών παραγόντων από ευρύ φάσμα υπαρχόντων ή υπό σχηματισμό κομμάτων υπό την προεδρία του Γιώργου Παπανδρέου. Κι αυτό να γίνει από την υπάρχουσα Βουλή.
Την Τετάρτη στη Βουλή ο Αλ. Τσίπρας εκτίμησε ότι η τρόικα δεν θα επιτρέψει να γίνουν εκλογές έως το 2013, μέχρι δηλαδή να κάνει τη βρόμικη δουλειά η κυβέρνηση. Και συνέχισε: "Γι' αυτό δεξιά κι αριστερά έχουν αρχίσει να ανθίζουν διάφορα σενάρια εθνικής σωτηρίας, έρχονται και παρέρχονται αναζητώντας πρόθυμους δεξιόθεν και αριστερόθεν". Καταλήγοντας ότι "δεν μπορούν αυτά τα σενάρια να προχωρήσουν, διότι δεν μπορεί κανείς να πάει μακριά με την κοινωνία απέναντι".

Λ. Κύρκος: Είμαστε έτοιμοι...
Στα σκληρά διλήμματα που καλείται να απαντήσει το νέο κόμμα έχει δώσει από καιρό και με σταθερότητα τη δική του απάντηση ο Λ. Κύρκος, ο οποίος χαιρέτισε και εντάχθηκε στο κόμμα. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του, όπου αποφεύγει οποιαδήποτε κριτική στην κυβέρνηση και το Μνημόνιο, προσηλωμένος σε μονομέτωπη επίθεση στον "αριστερίστικο εξτρεμισμό και τη βία, τη φωνακλάδικη στήριξη των λαϊκών αγώνων".
Με συνείδηση της ιστορικής αποστολής του, ο Λ. Κύρκος προτρέπει: "Η Ελλάδα περνά βαριά κρίση. Έχουμε το μερτικό της ευθύνης μας. Όμως η Δημοκρατική Αριστερά πρέπει να είναι παρούσα. Πρέπει να εργαστεί σκληρά για να προσφέρει την ψύχραιμη ανάλυση και κατανόηση της νέας κατάστασης. Έτοιμη να προσφέρει την πείρα της, την έμπνευση και το πάθος της, την ενοποιητική της πνοή υπό την ηγεσία του Φώτη Κουβέλη".

Λείπουν η κρίσιμη μάζα και η έμπνευση
Το κόμμα της Δ.Α. συσπειρώνει πολλά μέλη του ΣΥΝ απ' αυτά που είχαν υποστηρίξει τις θέσεις της Ανανεωτικής Πτέρυγας στο τελευταίο συνέδριο, αλλά και στελέχη τα οποία κατά την τελευταία δεκαετία είχαν γοητευθεί από την κεντροαριστερά και τώρα "επανέρχονται". Θα μπορούσε να τους ονομάσει κανείς "ανένταχτους της εξουσίας". Καθ' οδόν μπορεί να βρεθούν και άλλοι, από το ιδιόμορφο πολιτισμικό - ιδεολογικό ρεύμα των "νέων φιλελευθέρων" (κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Νικόλα Σεβαστάκη) της αυτοπροσδιοριζόμενης ως "πολιτισμικής - ευρωπαϊστικής αριστεράς". Συνήθως πενηντάρηδες και πάνω, μεσαίοι κοινωνικά, μορφωμένοι, ευπρεπείς, πολλοί με προϊστορία στην ποικιλόμορφη διαδρομή της μεταπολιτευτικής αριστεράς. Πολλοί απ' αυτούς καχύποπτοι για τις κοινωνικές κινητοποιήσεις, έτοιμοι να χαρακτηρίσουν λαϊκισμό κάθε τι το λαϊκό.
Το αποτύπωμα όμως του νέου κόμματος έχει, εξ αντικειμένου, το σημάδι της διάσπασης. Κάθε διάσπαση στο παρελθόν δημιουργούσε την ψευδαίσθηση "νέου ξεκινήματος". Στην εποχή παρατεταμένης κρίσης και κατακερματισμού της αριστεράς, η οποιαδήποτε διάσπαση, το γνωρίζουν όλοι πλέον, δεν εκλύει αισιοδοξία και έμπνευση, πολύ περισσότερο δεν στηρίζεται στην αυτοπεποίθηση και δεν προσβλέπει σε ένα σχέδιο μακράς πορείας και ριζώματος στην κοινωνία, αν μάλιστα στερείται και της αναγκαίας "κρίσιμης μάζας".

Όχι στον "πατριωτισμό της καταγωγής"
Οι εξελίξεις στον χώρο της ριζοσπαστικής - ανανεωτικής αριστεράς δεν θα κριθούν από έναν νέο "εμφύλιο". Αυτό θα συνιστούσε απογοητευτικό αναχρονισμό. Θα κριθούν από την έκβαση της κοινωνικής κινητικότητας, που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την πολιτική ρευστότητα και την ένταση της οικονομικής κρίσης. Από την ικανότητα του ΣΥΝ και των άλλων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβουν πολιτικές πρωτοβουλίες που θα διεμβολίζουν το πολιτικό σκηνικό, δίνοντας διέξοδο στην ασφυκτιώσα κοινωνία, αρχής γενομένης από τις περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου. Από την ικανότητα του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, με συνείδηση κοινού σχεδίου και χωρίς να διαταράσσονται οι πολιτισμικές, οι ιδεολογικές και οι κοινωνικές αναφορές τους, να επανέλθουν στο προσκήνιο.
Η εποχή επιβάλλει ανασυνθέσεις στον χώρο της αριστεράς, στη βάση των προβλημάτων τού σήμερα και του μέλλοντος, και όχι καταφυγή στις "καταγωγές" των προηγούμενων δεκαετιών. Σχήματα, είτε ξεχωριστά κόμματα, είτε τάσεις μέσα σε κόμματα, είτε περιχαρακωμένες "πρωτοβουλίες διαλόγου", που στηρίζονται στην "καταγωγή" και επιβεβαιώνονται αυτάρεσκα μέσα από την αναζήτηση κωδίκων του παρελθόντος, δείχνουν, παρά τις ρητορείες, να μην αντιλαμβάνονται τα επίδικα της νέας εποχής και τα ζητούμενα της νέας αριστεράς του αιώνα μας. Αν ξεπεράσουμε τον "πατριωτισμό της καταγωγής", μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα σταματήσουν να χωρίζουν οι δρόμοι των αριστερών και ότι, στο βάθος, μπορεί να ξανασμίξουν.

Οι νέοι φιλελεύθεροι


Του ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ

Το πολυθρύλητο πια τέλος της μεταπολίτευσης, πριν πλησιάσει ως πραγματικότητα, έχει υπάρξει αντικείμενο πόθου από πολλές πλευρές.
Αυτοί τους οποίους αποκαλώ εδώ νέους φιλελεύθερους, είναι από τους πιο ένθερμους θιασώτες της μετάβασης σε αυτό που ζωγραφίζουν ως μια Ελλάδα «κανονική», cool, μεταδογματική, ευπρεπισμένη. Αναφέρομαι εδώ σ' έναν χώρο που τελευταία δείχνει να διευρύνει την επιρροή του κυρίως στο δημόσιο σχολιασμό του πολιτισμού και των κοινωνικών συμπεριφορών• σε μια ευαισθησία η οποία ελκύει ιδιαίτερα τους ανθρώπους του λογοτεχνικού σιναφιού και του πολιτισμικού πεδίου, συγγραφείς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους γνώμης. Από το Athens Review of books μέχρι το ΕΚΕΒΙ, από την «Καθημερινή» μέχρι το Protagon.gr, από τη φιλελεύθερη Αριστερά μέχρι το «φωτισμένο» συντηρητισμό διαμορφώνονται πλέον αξιοσημείωτες συγκλίσεις. Ο δρόμος χαράχτηκε ουσιαστικά ήδη από τη δεκαετία του '90 μέσα από το μετα-lifestyle έντυπο που μετεξελίχτηκε στη συνέχεια σε free press.
Προς διευκρίνιση: οι νέοι φιλελεύθεροι δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ή δεν είναι κατά βάση νεοφιλελεύθεροι. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την «ελεύθερη οικονομία» ως τον αξεπέραστο ορίζοντα της εποχής και μάλλον ως την οριστική μορφή του ανθρώπινου Λόγου, παρά το ότι γοητεύονται από τη συγκινητική φιγούρα του επιχειρηματία-δημιουργού καινοτομίας, η αιχμή των παρεμβάσεών τους είναι μια ορισμένη πολιτισμική κριτική. Κατά κάποιον τρόπο ανακαλύπτουν πράγματα που στη Γαλλία των αρχών του '80 αποτελούσαν το αντι-ολοκληρωτικό ρεύμα. Οι ιδέες και αξίες στις οποίες αναγνωρίζονται είναι ο υπεύθυνος ατομικισμός, η καταγγελία του μεγάλου κράτους, η αντίθεση στα άκρα και στους «εξτρεμισμούς». Συχνά υιοθετούν έναν σκεπτικιστικό φιλελευθερισμό για να λοιδορήσουν τον αιώνιο αρχαϊσμό της Αριστεράς ή τη μετριότητα του πολιτικού προσωπικού της Δεξιάς. Το κοινό πεδίο στο οποίο κινούνται είναι η υπεράσπιση του «ορθολογισμού» απέναντι στη νεοελληνική «παράνοια». Αλλοι επενδύουν στους κανόνες τής -δικής τους βεβαίως- κοινής λογικής και άλλοι στην επινόηση μιας νέας πολιτικής, περισσότερο συμπονετικής και χαρούμενης, μακριά από τις κακές ουτοπίες και τις αγωνιστικές ταυτότητες. Προς Θεού, «όχι άλλοι αγώνες» γράφει αηδιασμένος ένας από τους πρωτοπόρους του χώρου στο «Κυριακάτικο Βήμα».
Οι νέοι φιλελεύθεροι θέλουν να είναι το κόμμα της κίνησης, της ανοιχτόμυαλης διαθεσιμότητας, της πρόθυμης προσαρμογής στα θαυμαστά κελεύσματα της νέας εποχής. Παρ' όλα αυτά, επειδή πιστεύουν ότι βασικός αντίπαλος του εκπολιτισμού των ηθών είναι η σκληρή πολιτική, αναζητούν όλο και συχνότερα τη φιλική συνδρομή των δυνάμεων της τάξης, των άγρυπνων φυλάκων της δημοκρατίας μας. Ο αντι-αυταρχισμός τους είναι κυρίως πολιτισμικός.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος πιστεύει πως αντιπροσωπεύει μια αντικομφορμιστική προσέγγιση στην παρούσα κρίση. Αλλά η ουσία των όσων διακινούν είναι η πιο κοινότοπη αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης για τα ελληνικά δεινά. Το κακό ανάγεται στην ηθική τού νεοέλληνα, στο ότι δεν έκανε τα «αυτονόητα» όταν έπρεπε και τώρα πληρώνει τη γαϊδουριά του. Η νεοελληνική μιζέρια, οι συναισθηματικές υπερβολές, ο λαϊκισμός των διαδηλώσεων, η κοινωνική βία, η ξύλινη γλώσσα: ιδού οι αιτίες της κρίσης. Χάσαμε το μέτρο, λένε. Ωραία. Και πώς συνέβη αυτό; Ποιοι ιδεολογικοί μηχανισμοί, ποιες εικόνες πλούτου και ευημερίας, ποια life style εγχειρίδια ευφορίας συνέβαλαν στις αυταπάτες; Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χρόνια ηγεμονικοί μηχανισμοί διαμόρφωσης των πεποιθήσεων ή μήπως όλα τούτα ήλθαν από τον ουρανό;
Αλλά για τους νέους φιλελεύθερους ουσιαστικά δεν υφίσταται κοινωνικό πρόβλημα. Ή αν υπάρχει, αφορά μόνο τους απολύτως φτωχούς, τους αποδεδειγμένα αποκλεισμένους, τις ευπαθείς ομάδες. Οπως θα έλεγε και ο Φλομπέρ, το κοινωνικό πρόβλημα (ανισότητες, εργασιακή βία, εργοδοτικός δεσποτισμός) είναι απώθηση ενός πολύ πιο σημαντικού προβλήματος, το οποίο είναι η άνοδος της βλακείας, ο θρίαμβος της ανοησίας.
Η σημερινή μετάφραση αυτής της υποθήκης είναι ανησυχητική. Εμφανίζεται με την ανακύκλωση των συνθημάτων του αντι-λαϊκιστικού -αλλά πάντοτε υπέρ πλουσίων και ισχυρών- εκσυγχρονισμού. Εκδηλώνεται στη μορφή μιας σωφρονιστικής ηθικολογίας, η οποία αθωώνει τις πολιτικοεπιχειρηματικές ελίτ για να κατακεραυνώσει απλώς κάποιες κραυγαλέες και ασυμμάζευτες περιπτώσεις. Ως προς τούτο υπάρχει μια συνέχεια: στην άποψη ότι το όλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κακό γούστο, το ύφος της εξουσίας, η άσχημη αισθητική, το κιτς. Πολύ παλιά ιδέα, που επανέρχεται για να διανθίσει το έξυπνο ύφος των νέων φιλελεύθερων.
Οι νέοι φιλελεύθεροι συχνά ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται κάποιες αξίες που απειλούνται: λ.χ. την αυτονομία της λογοτεχνίας, τον ελεύθερο πλουραλισμό της γνώμης, την ανεκτικότητα. Πράγματι, όλα αυτά πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη σημεία αναφοράς για να έχει νόημα η κριτική αντιπαράθεση στην πολιτική, στην κουλτούρα, στα κοινωνικά θέματα. Εχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη ευαισθησία θα ήταν πιο πειστική -σε αυτούς τουλάχιστον που τη βρίσκουν νόστιμη- αν δεν εξαντλούνταν μόνο στο ανελέητο μαστίγωμα των «ακραίων», αλλά έθετε και το πρόβλημα των «μέσων» και των «μετριοπαθών». Αν δεν κάνω λάθος, οι συνταγές, η διακυβέρνηση, τα πρόσωπα, οι αποφάσεις, οι παρέες, τα δίκτυα της λαμογιάς που μας έφεραν ώς εδώ ανήκουν κυρίως σε αυτούς τους τελευταίους. Οσο και αν επιμένουν, δεν μας κυβέρνησε η άκρα Αριστερά αλλά το διαπαραταξιακό μπλοκ της νοικοκυροσύνης.
Οι νέοι φιλελεύθεροι θα ήταν μάλλον πιο ενδιαφέροντες στην πολιτισμική τους κριτική αν δεν διεκδικούσαν τη τωρινή τους λειτουργία: να είναι η εναλλακτική, προωθημένη, branche -θα έλεγαν οι Γάλλοι- εκδοχή του μεσαίου χώρου. Τους λείπει όμως κάτι για να γίνουν ενδιαφέροντες συντηρητικοί: η ποιότητα της απόγνωσης, η αίσθηση της πικρίας, η αυθεντική ηθική αγανάκτηση. Αλλά ούτε και αυτό είναι παράδοξο: η μελαγχολία ποτέ δεν ήταν το φόρτε του μεταμοντέρνου φιλελεύθερου Κέντρου.


Πηγή Ελευθεροτυπία

Η αριστερά ως δίκτυο


Κείμενο και φωτογραφία από το Ιστολόγιο

Επ' αφορμή της διάσπασης του ΣΥΝ μερικές σκέψεις για τους οργανωτικούς σχηματισμούς της αριστεράςΤα παρακάτω δεν είναι και δεν πρέπει να εκληφθούν σαν μια σχηματισμένη άποψη που παρουσιάζεται συγκροτημένη και ολοκληρωμένη. Είναι στην ουσία αποσπάσματα από συζητήσεις των τελευταίων μηνών, που θεωρώ πως είναι ίσως χρήσιμο να εκτεθούν δημόσια. Αν είναι ασαφείς είναι επειδή είναι αποτυπώσεις μιας αναζήτησης εν εξελίξει. Ας θεωρηθούν σαν μια σειρά ερωτημάτων και όχι θέσεων, και μια απόπειρα εισαγωγής κάποιων προβληματισμών που βρίσκονται τελείως έξω από την πραγματική σημερινή συζήτηση περί οργάνωσης και πολιτικής εκπροσώπησης, πολύ πέρα από τις περιπέτειες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του κόμματος παραγόντων... και τελικά πιστεύω πως είναι ευρύτερα από τα εσωτερικά της Ελληνικής αριστεράς. Πιθανολογώ πως μια παρόμοια συζήτηση, σε κάποια σημεία της αφορά όλους τους πολιτικούς χώρους, όλο το μοντέλο τελικά της πολιτικής εκπροσώπησης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού. Στο βαθμό τουλάχιστον που και η δημοκρατία δεν κριθεί υπερβολικά αντιανταγωνιστική και δεν απαγορευτεί από το ΔΝΤ...

1. Η εποχή της αριστεράς που επικυριαρχείται από ένα ή περισσότερα κόμματα, τα οποία μονοπωλούν την διατύπωση της ταυτότητάς της και την πολιτική εκπροσώπηση του χώρου της, πρέπει να τελειώσει. Είναι βαθιά αναντίστοιχη με την κουλτούρα και την διάθεση του κόσμου που την στηρίζει, ο οποίος είναι εξαιρετικά πολύμορφος και έχει πολλαπλές και ποικίλες σχέσεις με την κομματική αντιπροσώπευση και ένταξη, την πολιτική παρέμβαση, και με την κοινωνία στην οποία καλείται να ζήσει και να δράσει. Θα έλεγα είναι και βαθιά αναντίστοιχη με την εξελισσόμενη πολυμορφία του πολιτικού υποκειμένου που οφείλει να εκπροσωπεί: τις δυνάμεις τις εργασίας, την υπαρκτή εργατική τάξη.

Η εποχή της κομματικής μονοκρατορίας επί της οργάνωσης του πολιτικού οφείλει λοιπόν να τελειώσει: τα κόμματα της αριστεράς ήδη (εκτός ΚΚΕ βέβαια), είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, δεν είναι παρά κόμβοι σε ένα δίκτυο οργανώσεων, συλλογικοτήτων και εκπροσωπήσεων, μέσα στο οποίο αναλαμβάνουν συγκεκριμένους θεσμικούς, οργανωτικούς και επικοινωνιακούς ρόλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έβρισκε πρόσφορο έδαφος όσο συνέβαλε στην "αποκομματικοποίηση" και την αποκέντρωση της πολιτικής δράσης και της διάχυσης της ταυτότητας της αριστεράς στα κοινωνικά επιμέρους. Όταν οι κομματικοποιήσεις και οι κομματικοί και εσωκομματικοί μηχανισμοί άρχισαν να δρουν ανασταλτικά και ανταγωνιστικά προς αυτόν τον ρόλο έπαψε να έχει πολιτικά αποτελέσματα.

2. Ως προς αυτό, το εγχείρημα της Ανανεωτικής Πτέρυγας είναι ή εκτός πραγματικότητας, στο βαθμό που θα κινηθεί σε έναν χώρο που θα είναι αναγνωρίσιμος ως πολιτικά αριστερός, ή βαθιά συντηρητικό. Ή δηλαδή νομίζει πως μπορεί να ασκήσει μαζική πολιτική ερήμην ενός εκτενούς δικτύου πολιτών, που σίγουρα (αν είναι έστω απλά και αξιακά αριστερό) σε καθέναν από τους, ασφέστατους πάντως, στόχους της θα ξεπερνά την ΑΠ και μάλλον θα αφορά τον κόσμο του ΣΥΝ, και εν μέρει τον κόσμο περί τον ΣΥΡΙΖΑ... ή επιχειρεί να επαναφέρει ισχυροποιημένο το παλαιοκομματικότατο μοντέλο του κόμματος στελεχών, όπου τοπικοί παράγοντες συντονίζονται για να εκλέξουν τους εθνικούς παράγοντες που θα αναλαμβάνουν την εργολαβία της εκπροσώπησης της αριστεράς στο κοινοβούλιο και τους θεσμούς. Όμως έχω την υποψία ότι η νέα εποχή, η εποχή της κρίσης, δύσκολα θα ανεχτεί αυτό το μοντέλο, όχι μόνο μάλιστα για την αριστερά - και αν επανεπιβληθεί θα είναι στα πλαίσια μιας δημοκρατίας-πρόσχημα, με ελάχιστο ενεργό ενδιαφέρον των πολιτών. Αυτή η τελευταία επισήμανση αφορά βεβαίως εξίσου και περισσότερο, τον ίδιο τον ΣΥΝ - και τον ΣΥΡΙΖΑ αν συνεχίσει, όπως συνεχίσει, να υπάρχει.


3. Αν ο χώρος του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, ο χώρος της εκτός του ΚΚΕ, "ανανεωτικής και ριζοσπαστικής" (δύο επίθετα-πασπαρτού που σημαίνουν ότι θέλει να σημαίνουν ο καθένας που τα εκφέρει) αριστεράς, έχει επιβιώσει της συλλογικής πολιτικής ανεπάρκειας του στελεχικού του δυναμικού και της μετατροπής των κεντρικών πολιτικών εκπροσωπήσεών του σε ένα μαζοχιστικό μπουρλέσκ, είναι επειδή η πολιτική εκπροσώπησή του είχε περιέλθει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στα χέρια εκείνων που δρούσαν και επικοινωνούσαν στον μαζικό ή εργασιακό τους χώρο, στην γειτονιά τους, σε επιμέρους κινήματα, σε παρέες, στο διαδίκτυο κοκ. Είχε περιέλθει ως επί το πλείστον ακούσια, αλλά στην πράξη αποτελεσματικότατα: το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ είχε εμπνεύσει και κινητοποιήσει πολύ κόσμο ο οποίος δεν θα παρέδιδε και δεν θα μπορούσε να παραδώσει τις προσπάθειες και τις παρεμβάσεις του, τον λόγο και την επιχειρηματολογία του στις ορέξεις του κάθε ενδοσυριζικού μικροκομματισμού ή στην κεντρική επικοινωνιακή αφασία. Έτσι επιβίωσε εκλογικά και οργανωτικά όσο επιβίωσε ο σχηματισμός, και έτσι απονομιμοποιήθηκαν σε μεγάλο μέρος του κόσμου αυτού, όσοι πολέμησαν την επιβίωσή του για να διευκολύνουν στρατηγικές και τακτικισμούς, διαιρέσεις και μηχανισμούς: από την πεποίθηση του κόσμου της αριστεράς ότι το εγχείρημα ανήκει σε αυτόν και στις επιμέρους συλλογικότητες στις οποίες μετέχει και τις οποίες συναπαρτίζει, όχι σε κάποιες αμφίβολης νομιμοποίησης ηγεσίες.

Ο υπογράφων π.χ. έχει βρεθεί, όχι εκούσια, κάθε άλλο, να είναι η ντε φάκτο φωνή του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ (μια φωνή του χώρου) όχι μόνο σε διαδικτυακές κοινότητες, αλλά και σε παρέες, σε εργασιακούς χώρους κοκ παρότι δεν ήμουν οργανωμένος πουθενά. Με το δεδομένο ότι οι κάρτες μέλους για τον συγκεκριμένο κόσμο, που παρακολουθεί ή ψηφίζει τον συγκεκριμένο χώρο, δεν θεωρούνται και βαρύνουσα υπόθεση, επάνω μου έπεφτε το φορτίο, θέλοντας και μη, της "μικροεκπροσώπησης" του χώρου απλά γιατί διακήρυσσα πως ανήκα σε αυτόν και τον υπερασπιζόμουν πολιτικά και αξιακά. Αυτό είναι πρόσφατη εξέλιξη. Χιλιάδες άλλοι, είμαι σίγουρος, βρέθηκαν στην θέση μου και (επαναλαμβάνω και τονίζω ακούσια) με το προσωπικό τους λόγο και την προσωπική τους στάση εκπροσώπησαν (με διαφορετικούς βαθμούς επάρκειας) τον ευρύτερο πολιτικό μας χώρο σε διάφορες μικρές και μεγαλύτερες κλίμακες.

Πρόκειται για μια άτυπη εκπροσώπηση, αλλά σημαντικότερη από την κεντρική, την μιντιακά διαμεσολαβούμενη, την λαλήσασα δια των ατυχών που βρέθηκαν να παλεύουν άρδην με τα τέρατα της μιντιοκρατίας στα στούντιο των τηλεκανιβάλων χωρίς κανένα επικοινωνιακό πλάνο. Σημαντικότερη εκ των πραγμάτων και, τολμώ να πω, μάλλον πολιτικά επιτυχέστερη και ουσιαστικότερη αν την δει κανείς συνολικά.

4. Καμία λοιπόν διάρθρωση του χώρου που δεν λαμβάνει υπόψη της και δεν αγκαλιάζει την πολυμορφία των υποκειμένων που συντάσσονται, με διαφορετικούς βαθμούς έντασης, στο πλέγμα των οντοτήτων της δρώσας και ζώσας αριστεράς δεν θα είναι αποτελεσματική. Η θέση του κόμματος (ή μάλιστα των κομμάτων ίσως) σε αυτό θα είναι θέση συντονισμού και συγκρότησης οργανωμένου λόγου, παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, επιλογής προτάσεων, προγραμματικής ενοποίησης τμημάτων του δικτύου κοκ - όλα αυτά με τις δικές του (τους;) οργανωτικές παραμέτρους και τους κανόνες λειτουργίας, που θα πρέπει να μεταβληθούν για να εξυπηρετήσουν έναν πιο εστιασμένο ρόλο. Οι κομματικοί σχηματισμοί της αριστεράς θα είναι ένας κρίσιμος κόμβος του δικτύου, αλλά απλά ένας κόμβος... Πιθανόν μάλιστα, η δυναμική αυτού του πλέγματος στην περίοδο που έρχεται, να επιφυλάσσει μεταλλάξεις και νέες αναδιαμορφώσεις και εσωκομματικά. Η μάχη τελικά, της πολιτισμικής και πολιτικής ηγεμονίας της αριστεράς θα δοθεί με όρους δικτύων αριστερών συλλογικοτήτων και πολιτών, ή θα χαθεί.

5. Η μετάλλαξη του οργανωτικού σχεδίου της αριστεράς, είναι αναγκαία για τρεις λόγους:
α. Πολιτισμικών συμφραζομένων: το δημοκρατικοσυγκεντρωτικό κόμμα με στρατιωτική δομή και άτεγκτη ιεραρχία, παρά τον σταδιακό μεταπολιτευτικό εκδημοκρατισμό του, υπήρχε μέσα σε μια άλλη κοινωνία με ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση της ιεραρχικότητας π.χ. διαφορετική αποδοχή της αυθεντίας,αντικειμενικά περιορισμένο σύμπαν πληροφόρησης και διαφορετική κοινωνικοποίηση των μελών του. Οι αντικειμενικοί παράγοντες που το διαμόρφωσαν σε όλες τις παραλλαγές του εκλείπουν ή έχουν ήδη εκλείψει.
β. Πολιτικής συνέπειας: γιατί η οργάνωση του χώρου της αριστεράς έχει και πολιτικό ρόλο, τόσο παραδειγματικό (π.χ. ίση κατά το δυνατόν εκπροσώπηση ανδρών - γυναικών), όσο και οραματικό: οργανώνεσαι στο μέτρο του δυνατού σύμφωνα και με βάση με τις αρχές που θέλεις να εφαρμοστούν στην κοινωνία, δημιουργείς ένα μοντέλο της δομής του κοινωνικού σου οράματος εσωτερικά. Το κάθετο ιεραρχικό μοντέλο δεν εξυπηρετεί τον σκοπό αυτό. Η δε πραγματική του εφαρμογή στην χώρα μας... ας πούμε πως δυσφημεί τον οραματικό στόχο της αριστεράς... Είναι εντέλει η εποχή που το αίτημα της αυτονομίας των μαζικών χώρων, πάγια πολιτική αρχή της ανανεωτικής κομμουνιστικής και μη αριστεράς, μπορεί να πραγματωθεί και να ενταχθεί σε ένα πρακτικό πολιτικό πλαίσιο.
γ. Τεχνολογικής προσαρμογής: υπάρχουν ήδη οι τεχνολογίες που θέτουν εκ νέου το ερώτημα της εκπροσώπησης και της οργάνωσης, με νέους όρους και νέες δυνατότητες. Οι όροι πολιτικής διαβούλευσης και οργανωτικής μορφοποίησης των κομμάτων (της αριστεράς βεβαίως, αλλά έχω την εντύπωση πως τα αριστερά κόμματα αποτέλεσαν τα πρότυπα πάνω στα οποία οικοδομήθηκαν όλα τα άλλα μαζικά κόμματα στην Ευρώπη), διαμορφώθηκαν σε άλλες εποχές, με άλλες συνθήκες και σε ριζικά διαφορετικό τεχνολογικό περιβάλλον. Από μόνη της, η αντιμετώπιση της υστέρησης αυτής, θα επέβαλλε την ριζική αναθεώρηση της μορφής της εθνικής οργάνωσης των κομμάτων (και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας βεβαίως γενικότερα, αλλά αυτό είναι μια ευρύτερη συζήτηση), προς το αμεσότερο και το συλλογικότερο. Η ήδη υπαρκτή εμπειρία των διαδικτυακών κοινοτήτων και της τυπικής και άτυπης δικτύωσης και της από απόσταση συνεργασίας και διαβούλευσης, θα όφειλε να αποτελεί μέρος της εμπειρίας από την οποία θα αντλούσαν τα κόμματα της αριστεράς για να φέρουν τα οργανωτικά τους πρότυπα και τις μεθόδους δράσης, συλλογικής διαβούλευσης και αποφάσεων στον 21ο αιώνα.
δ. Παράκαμψης των ΜΜΕ: τα δίκτυα δρουν σε καθολικό και σε ατομικό επίπεδο επιτρέποντας την επικοινωνία και την ενημέρωση έξω από τα καθεστωτικά ΜΜΕ.

6. Τα λέω όλα αυτά γιατί θεωρώ πως η αριστερά ειδικά σήμερα δεν μπορεί να είναι ένας ακόμα χώρος όπου θα στεγανοποιείται το πολιτικό από το κοινωνικό και το οικονομικό. Πιστεύω πως δεν υπάρχει αποτελεσματική πολιτική δράση χωρίς την μάχη για την πολιτισμική ηγεμονία των ιδεών της αριστεράς, χωρίς την ενίσχυση κοινωνικών και οικονομικών πειραματισμών και εναλλακτικών μορφών οργάνωσης, χωρίς την διάχυση της μάχης σε ολόκληρο το πεδίο του πραγματικού, χωρίς ένα στρατηγικό θεσμικό σχέδιο. Αλλά αυτή η καθολική παρέμβαση δεν μπορεί να γίνει με κάθετους, ιεραρχικούς και αναποτελεσματικούς στενά πολιτικούς οργανισμούς, πρέπει να απλωθεί και να καλλιεργηθεί στα πλαίσια των σημερινών δυνατοτήτων και εμπειριών. Όλα αυτά θα παίξουν ένα ρόλο, άμεσα στην εποχή της κρίσης και στην εποχή μετά από αυτήν. Αν δεν παίξουν, αν παραμείνουμε στα παραδεδεγμένα, η νέα εποχή θα είναι μια κοινωνία από την οποία η αριστερά θα απουσιάζει: μια χειρότερη κοινωνία, μια πιο άδικη κοινωνία, μια αυταρχικότερη κοινωνία. Επ' αυτών στην επόμενη ανάρτηση όμως...