Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Για το νέο κόμμα: Διάλογος πέρα από τα προφανή

Συνεχίζουμε την αναδημοσίευση από την Αυγή τα κείμενα διαλόγου για το νέο κόμμα. Ο Δ. Γιατζόγλου εκθέτει με καθαρό λόγο τις δυσκολίες και αντιφάσεις του εγχειρήματος και διατυπώνει τις σκέψεις του για το πως πρέπει να είναι το νέο κόμμα της Αριστεράς , αναφέροντας επί λέξει "...Το πρόβλημα του εύρους και της σύνθεσης των δυνάμεων που θέλουμε να συσπειρώσουμε είναι κρίσιμο. Η επιλογή της συγκρότησης του κόμματος ως παράταξης (ή μετώπου), χωρίς ταξικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις και προτεραιότητες, δεν οδηγεί αυτομάτως στο μαζικό κόμμα. Αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σʼ ένα κόμμα ασπόνδυλου και διαλυτικού πολυσυλλεκτισμού, χωρίς συνοχή, αντοχές και διάρκεια, δέσιμο των κοινωνικών αντιφάσεων. Σε κόμμα-όμηρο ενός ιδιόρρυθμου πολιτικού καρπορατισμού..."
KorydallistasKKK
 του Δημητρη Γιατζογλου
Ας αποσαφηνίσουμε τον στόχο. Το νέο κόμμα συγκροτείται εντός προκαθορισμένων ορίων. Μια προϋπάρχουσα πολιτική δομή, ο υπαρκτός ΣΥΡΙΖΑ, θα μετασχηματιστεί σε ενιαίο πολιτικό φορέα. Αν αυτός ο μετασχηματισμός θα σημάνει μια «ριζική αναμόρφωση, ώστε να γεννηθεί ένα μαζικό, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα», είναι ζήτημα ανοιχτό.
Αυτή η διαδικασία έχει τα πλεονεκτήματά της: υπάρχει μια κοινότητα ιδεών, ένα σημαντικό απόθεμα εμπειριών, μια ιστορικότητα. Όλα αυτά όμως συνυπάρχουν με αρκετές αβεβαιότητες, ασυμφωνίες και αποσιωπήσεις, που λειτουργούν ως αδρανειακή μάζα.
Υπάρχει, βεβαίως, η ώθηση της κοινωνικής δυναμικής και «οι νέες συνθήκες», η επιτάχυνση που η συγκυρία προσδίδει στον πολιτικό χρόνο. Μόνο που ένα εγχείρημα όπως η συγκρότηση ενός αριστερού κόμματος δεν προκύπτει ως αυτόματη αντανάκλαση της «αντικειμενικότητας», ως προσαρμογή στην προφάνεια της συγκυρίας. Η κοινωνική δυναμική πρέπει να γονιμοποιηθεί από ιδέες και να πολιτικοποιηθεί δραστικά. Η συγκυρία πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, ώστε να αποκαλυφθεί αν και πώς συμπυκνώνει βαθύτερες και μονιμότερες τάσεις. Η υποκειμενική στόχευση μιας αριστερής ανάγνωσης του αντικειμενικού και ενός κριτικού αναπροσδιορισμού του προφανούς είναι οι βασικοί όροι για να γεννηθεί το κόμμα που θέλουμε.
Το εγχείρημα, λοιπόν, προϋποθέτει αφετηριακές αποσαφηνίσεις, μεγαλύτερη ακρίβεια ως προς τις έννοιες που χρησιμοποιούνται για να το ορίσουν, τολμηρότερη διατύπωση των ερωτημάτων, όπως: Αυτό που πάμε να συγκροτήσουμε θα έχει τα χαρακτηριστικά ενός «κόμματος-παράταξης»; Θα είναι ένα «κόμμα-κίνημα», ένα «κόμμα του πλήθους», ένα «α-τυπικό κόμμα» (με ό,τι αυτό σημαίνει); Φιλοδοξεί να εκφράσει τον νέο συνασπισμό εξουσίας στο σύνολό του; Θα είναι ένα πολιτικό υποκείμενο, υπό διαρκή προσαρμογή στην κοινωνική ζήτηση ή ένα σταθερό σημείο στρατηγικού προσανατολισμού της κοινωνίας ;

Δεν ξέρω αν τα ερωτήματα αποπνέουν έναν σχολαστικισμό παλαιάς κοπής. Είμαι όμως σίγουρος ότι η παράκαμψή τους, η ασάφεια και ο σχετικισμός των εννοιών και των προταγμάτων ενέχουν τον κίνδυνο υποταγής του εγχειρήματος σʼ έναν εργαλειακό πραγματισμό, που θα ακυρώσει δυνατότητες και ανάγκες.
Ο προσανατολισμός του διαλόγου. Το ζήτημα της συγκρότησης του νέου κόμματος δεν είναι πρωτίστως ζήτημα αναζήτησης μιας «μορφής», επινόησης μιας «νέας οργανωτικής δομής», που θα αποτυπώσει επαρκέστερα τις νέες πραγματικότητες, Δεν μπορούμε βεβαίως να υποτιμήσουμε τα προβλήματα της θεσμικής υλικότητας του κόμματος και την επίδρασή τους στην πολιτική κουλτούρα και στη στρατηγική επάρκεια του πολιτικού φορέα. Αλλά η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από αλλού και να πάει πιο πέρα. Κυρίως, να μη διεξαχθεί με την οπτική της διευθέτησης των αντινομιών και των εσωτερικών αντιθέσεων του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.
Για την Αριστερά, το κόμμα υπήρξε πάντα ένα κεντρικό ζήτημα. Συνόψιζε τη σχέση της με τη θεωρία, με τη σοσιαλιστική ιδεολογία, τη στρατηγική, την ταξικότητα (σε σχέση με την καθολικότητα), με την ιστορία και την καθημερινότητα. Η κρίση του κομματικού φαινομένου διεύρυνε την προβληματική με νέα θέματα, όπως η σχέση μεταξύ στράτευσης και ατομικής αυτονομίας. Και αξίζει να θυμόμαστε ότι η καταστατική πράξη ίδρυσης της Αριστεράς υπήρξε ο δεσμός με τη θεωρία.
Ο διάλογος λοιπόν για τη συγκρότηση του νέου κόμματος πρέπει να αναδείξει και να προσανατολιστεί στα σημαντικά πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία που συνιστούν το υπόβαθρό της. Να μην εκφυλιστεί στην αναζήτηση «τεχνικών ρυθμίσεων», προκειμένου να διατηρηθούν και να αναπαραχθούν ασήμαντες μικροεξουσίες.
Ο δημόσιος διάλογος αυτής της κλίμακας μπορεί να πείσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις ότι τα όσα επιχειρήσαμε, και επιχειρούμε, δεν αποτελούν μια πρόσκαιρη ρωγμή στο ομογενοποιημένο πολιτικό σύστημα, δεν οδηγούν στη διαμόρφωση ενός συμβατικού πολιτικού σχήματος. Συνιστούν, αντίθετα, ένα μακροχρόνιο προσανατολισμό στην ανασυγκρότηση μιας ταυτότητας της Αριστεράς, ικανής να νοηματοδοτήσει εκ νέου αξιακά και ηθικά την πολιτική, αποκαθιστώντας την ως δραστηριότητα την οποία αξίζει να ασκούν συλλογικά οι άνθρωποι.
Αν αντιλαμβανόμαστε ότι ζούμε σε χρόνια που η πολιτική, ως συλλογική πρακτική μέσα από τα κόμματα, απαξιώνεται συνεχώς και η αποχή απʼ αυτήν γίνεται συνειδητή επιλογή φυγής από ένα πεδίο που μοιάζει όλο και πιο ξένο για τις ανάγκες των ανθρώπων, είμαστε υποχρεωμένοι να συγκροτήσουμε το νέο κόμμα ως «αντιπαράδειγμα» και προσπάθεια αντιστροφής αυτής της έκπτωσης. Είμαστε υποχρεωμένοι να φτιάξουμε τη νέα συλλογικότητα ως «τόπο» εκείνης της πολιτικής που στοχεύει στη χειραφέτηση των ανθρώπων από τους καπιταλιστικούς --και όχι μόνο-- καταναγκασμούς, σύμφωνα με τα προτάγματα της ισότητας και της ελευθερίας. Να περάσουμε από την αποσπασματικότητα και τον αμυντισμό των σημερινών αγώνων στη θετικότητα μιας ολικής στρατηγικής πρότασης -- να επαναφέρουμε δηλαδή στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του σοσιαλισμού. Όχι ως τη συνήθη, τυπική ομολογία πίστης σε κάτι που παραπέμπει σʼ ένα απροσδιόριστο μέλλον, αλλά ως την καρδιά του δικού μας πολιτικού σχεδίου.
Προαπαιτούμενη συνεννόηση. Όσο κι αν το ξορκίζουμε, το νέο κόμμα συγκροτείται με την πρωτοβουλία των «επάνω». Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η πρωτοβουλία ανήκει σʼ έναν πολιτικό και ιδεολογικό πυρήνα, που καθοδήγησε μέχρι σήμερα το εγχείρημα. Σʼ αυτόν ανήκει και η ευθύνη της ανασύνθεσης και του αναπροσανατολισμού του εγχειρήματος.
Δεν μιλάμε για εύκολα βήματα. Πέρα από τις καταγωγικές αδράνειες, την «ασφάλεια» που προσφέρουν οι επιμέρους ταυτότητες, τις αποσιωπημένες ασυμφωνίες, υπάρχουν ακόμα: η (κατανοητή) ανάγκη δικαίωσης των ιδιαίτερων διαδρομών· η ενδόμυχη πεποίθηση των (εκάστοτε) στελεχών, ότι χωρίς την πρωταγωνιστική τους παρουσία η ιστορική αναγκαιότητα θα βραχυκυκλώσει ανεπανόρθωτα.
Το βασικό όμως είναι να ξεπεραστεί η ταλάντευση ως προς το τι θέλουμε να κάνουμε, να υπάρξει η σύμπτωση σε ορισμένα αφετηριακά ζητήματα (ουσιαστικά, και όχι μέσα από τη συνήθη διελκυστίνδα των «διατυπώσεων»). Τα επισημαίνω, λέγοντας τη γνώμη μου:
* ο κίνδυνος ακύρωσης του εγχειρήματος είναι υπαρκτός, στον βαθμό που οι συνιστώσες θα αναπαραχθούν ως δομικό στοιχείο του νέου κόμματος, λειτουργώντας μάλιστα ως οργανωτικοί διαμεσολαβητές ένταξης στο νέο κόμμα.
* Το νέο κόμμα δεν μπορεί να συγκροτηθεί κυρίως με όρους συγκυρίας, αλλά με όρους ταυτότητας και στρατηγικής. Το φτιάχνουμε για να διαμορφώσουμε ένα συνεκτικό σχέδιο πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών, με τις οποίες συναρθρώνεται η πολιτική για τη συγκυρία με τη σοσιαλιστική στρατηγική, διότι αυτή η συνάρθρωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πουθενά αλλού.
* Αν --σύμφωνα με την επισήμανση του Χριστόφορου Παπαδόπουλου («Ενθέματα», 29.7.2012)-- η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ αναζητήθηκε, μέχρι σήμερα, σε μια εν γένει αντικαπιταλιστική ρητορική, με συνεκτική ύλη τον κινηματισμό των κοινωνικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων, η συγκρότηση του νέου κόμματος απαιτεί βαθύτερες συμπτώσεις, ιδεολογικού και στρατηγικού χαρακτήρα. Σε τέτοια ζητήματα, τον διάλογο δεν μπορούμε να τον αναβάλλουμε διαρκώς. Για παράδειγμα, από πολλές πλευρές, η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου δεν θεωρείται η θεμελιώδης σκοπιά από την οποία συγκροτούμε τις εκάστοτε πολιτικές και προγραμματικές μας επιλογές. Αντιμετωπίζεται, το πολύ, με τον ακαδημαϊσμό της αποδοχής της ιστορικής ενδεχομενικότητας ή και με μια συγκαταβατική ανοχή προς έναν παρωχημένο ρεφορμισμό, τον οποίο υπερφαλαγγίζουμε με τον ριζοσπαστισμό των διακηρύξεων και της πράξης. Εδώ η συνεννόηση πρέπει να είναι καθαρή.
Το πρόβλημα του εύρους και της σύνθεσης των δυνάμεων που θέλουμε να συσπειρώσουμε είναι κρίσιμο. Η επιλογή της συγκρότησης του κόμματος ως παράταξης (ή μετώπου), χωρίς ταξικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις και προτεραιότητες, δεν οδηγεί αυτομάτως στο μαζικό κόμμα. Αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σʼ ένα κόμμα ασπόνδυλου και διαλυτικού πολυσυλλεκτισμού, χωρίς συνοχή, αντοχές και διάρκεια, δέσιμο των κοινωνικών αντιφάσεων. Σε κόμμα-όμηρο ενός ιδιόρρυθμου πολιτικού καρπορατισμού.
Μια προσέγγιση από το δρόμο της Ιστορίας, των εμπειριών και των αναλογιών της, είναι ένας τρόπος. Το επιχείρησε, επωφελώς για τη συζήτηση, η Ε. Πορτάλιου στο σχετικό της άρθρο («Ενθέματα», 15.7.2012). Και θέλω να προτείνω εδώ δύο ζητήματα, επί των οποίων ο αναστοχασμός μπορεί να βοηθήσε
* Το πρώτο αφορά τις αναζητήσεις της ανανεωτικής Αριστεράς ως προς τον αναγκαίο φορέα. Οι αναζητήσεις έπαιρναν πάντα τον χαρακτήρα μιας «σπασμωδικής φυγής προς τα εμπρός», που συνήθως άφηναν πίσω τους κομμάτια και θρύψαλα.
Το δεύτερο αφορά δύο πυλώνες της πολιτικής και ιδεολογικής διαμόρφωσης της ανανεωτικής Αριστεράς, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην ταυτότητα του κοινού μας χώρου και δεν αποτελούν μουσειακό είδος (όσο κι αν ο προσδιορισμός «ανανεωτική» έχει περιπέσει σε αχρηστία ή συναιρείται αυτονοήτως στον προσδιορισμό «ριζοσπαστική»). Αναφέρομαι στο σταθερό και επίπονο, διπλό μέτωπο ενάντια στον σταλινισμό κάθε απόχρωσης και στον πασοκικό λαϊκισμό, επίσης κάθε απόχρωσης και ιστορικής φάσης. Η υπενθύμιση δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Γίνεται για να υποστηριχθεί αξιωματικά η θέση ότι η απόπειρα να ενσωματωθούν αυτά τα «ρεύματα» σκέψης και πρακτικής στις ιδεολογικές αποσκευές του νέου κόμματος δεν ακυρώνει μόνο ένα ιστορικό παρελθόν, αλλά υπονομεύει το μέλλον το όποιο ευαγγελιζόμαστε.



http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=716982

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου